- Κρονότεκνος
- Κρονότεκνος, ὁ (Α)ο πατέρας τού Κρόνου, ο Ουρανός.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κρόνος + τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος, φιλό-τεκνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Κρονότεκνε — Κρονότεκνος father of Cronos masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση … Dictionary of Greek